- ερυθρογράφος
- ο (Μ ἐρυθρογράφος)(στο Βυζάντιο) αυτός που γράφει με κόκκινη μελάνη τα αρχικά κεφαλαία γράμματα και διάφορα άλλα κοσμήματα τών χειρόγραφων κωδίκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
ερυθρογραφώ — ἐρυθρογραφῶ, έω (Μ) [ερυθρογράφος] γράφω με κόκκινη μελάνη … Dictionary of Greek